ταυτόφρων

ταυτόφρων
-ον, Μ
έχω τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια φρονήματα με άλλον, σκέπτομαι κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- / ταυτ(ο)-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά-φρων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταὐτόφρων — αὐτόφρων , αὐτόφρων masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • ταυτοφρονώ — έω, Μ [ταὐτόφρων, ονος] εμφορούμαι από τα ίδια φρονήματα με άλλον, σκέπτομαι κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”